Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Απαλλαγή εγγυητή από εγγυητική ευθύνη - Ακύρωση σύμβασης εγγύησης σύμφωνα με τα άρθρα 178-179 ΑΚ

Με το ζήτημα που περιγράφεται στον τίτλο καταπιάστηκε η με αριθμό ΠΠρΑθ 184/2019 Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση η οποία δημοσιεύτηκε στην ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ορίζονται τα εξής: 


Σύμφωνα με το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή. Εξ αυτών σαφώς συνάγεται ότι για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν, η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά τον χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε, η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες, περιεχομένου αναγκαίως, κατά την έννοια της εκμετάλλευσης, και του αποτελούντος προϋπόθεση αυτής στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων. 

Έτσι, για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης, ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις σωρευτικά: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ' αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου.

Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας (ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1244/2005 Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 50.841). 

Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία κι η αμεριμνησία, από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του, ενώ ως ανάγκη εννοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Αν λείπει ένα από τα άνω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατ' άρθρο 179 ΑΚ (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 2095/2009 ΕλλΔνη 51.1348, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1394/2009, ΑΠ 1019/2007 Νόμος, ΑΠ 936/2007 ΕλλΔνη 50.1686, ΑΠ 252/2004 ΕλλΔνη 46.168, ΑΠ 492/2004 ΕλλΔνη 47. 452).

Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39.100, ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 35.1295, ΕφΑΘ 7955/2006 Νόμος, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002.997, ΕφΠατρ133/2001 ΑχαΝομ 2002.3). 

Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την κατάσταση (ανάγκης, κουφότητας, απειρίας) του αντισυμβαλλομένου του επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 Νόμος), χωρίς να είναι απαραίτητη για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 529/2001 ΕλλΔνη 42.1569, ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994 1101, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 2009 841, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002 997). 

Η ακυρότητα αυτή χωρεί ipso iure και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας. Για το ορισμένο της αγωγής αναγκαία στοιχεία είναι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η αξία παροχής και ωφελημάτων και η προφανής δυσαναλογία παροχών κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, καθώς και η έκθεση περιστατικών που συγκροτούν τις αντικειμενικές (απειρία, ανάγκη, κουφότητα) και την υποκειμενική ως άνω προϋποθέσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 179, σελ.761, αρ.21-22 με παραπομπές σε νομολογία). 

Τέλος, κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτημα που θεσπίζει η διάταξη, αλλά μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλεια του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη (ΑΚ 174) (ΟλΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες - πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος, ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρέχει υπέρμετρες και άκριτες περαιτέρω πιστώσεις στον πρωτοφειλέτη, με συνέπεια την αύξηση του παθητικού του τελευταίου, σε βαθμό που να μην επαρκεί το ενεργητικό της περιουσίας του για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του. Τέλος, εφόσον στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει πότε η αμέλεια είναι βαριάς μορφής, αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1068/2017, ΑΠ 1296/2017 Δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).

Παρατίθεται το σύνολο της επόφασης εδώ.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018


ΜΠρΑθ 417/2017
Αναγκαστική εκτέλεση - Συμψηφισμός δικαστικής δαπάνης -Αμοιβή δικηγόρου.

Αμοιβή δικηγόρου του επισπεύδοντος εκτέλεση απόφασης, που συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση: 150 Ευρώ (αμοιβή + ΦΠΑ) ανά καθ ού η εκτέλεση.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Αριθμός απόφασης 417/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Αποτελούμενο από το Δικαστή Χρήστο Αλμπάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Γεωργία Σκαφιδά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτόντων : 1) ... κατοίκου Αθηνών, ..., με ΑΦΜ: ..., και 2) της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα, ..., εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Μαρκάκη, κάτοικο Αγίου Δημητρίου Αττικής, ʼρτης 11, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Των καθών η ανακοπή : 1) της υπό εκκαθάριση τελούσης αστικής εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) ... κατοίκου Χαλανδρίου, ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο Σταυριανό, κάτοικο Λθηνών, Λ. Αλεξάνδρας 146Β, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 7-12-2016 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 88476/17221/2016 ανακοπή τους που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.


ΑΦΟΥ MEΛEΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣKEΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Οι ανακόπτοντες, με την κρινόμενη ανακοπή, και για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, ζητούν την ακύρωση της από 8-11-2016 επιταγής για εκτέλεση πού γράφηκε κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της με αριθμό 1378/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της ανωτέρω επιταγής. Η ανακοπή, που αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, που είναι αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθρο 933§§ 1 και 3 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 αριθμ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω καθώς η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1-1-2016), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934
παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Το άρθρο 72 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) ορίζει: «Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. 1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο», ήτοι η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ισούται με τη δικαστική δαπάνη που επιδικάστηκε από το δικαστήριο που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο. Όμως σε περίπτωση που τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων συμψηφίστηκαν, στο σύνολό τους, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι στο στάδιο της εκτέλεσης ο πληρεξούσιος του επισπεύδοντος δεν μπορεί να αναζητήσει αμοιβή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι χώρησε ολικός συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης, αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο είχε υπόψη του συγκεκριμένη δαπάνη του εκεί ενάγοντος, την οποία συμψήφισε με συγκεκριμένη δαπάνη του εκεί εναγομένου, ήτοι ότι το επιδικαστέο στον ενάγοντα ποσό συμψηφίστηκε με το επιδικαστέο στον εναγόμενο ποσό, και όχι ότι δεν οφείλεται καμία αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος για την εξώδικη απασχόλησή του για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, ισχυρίζονται πως με την από 8-11-2016 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου, εξ απογράφου της υπ' αριθμ. 1378/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παρά το νόμο επιτάσσονται να καταβάλλουν ο καθένας από αυτούς στην καθής το ποσό των 620 ευρώ για αμοιβή σύνταξη της εν λόγω επιταγής προς πληρωμή, καθόσον, όπως διατείνονται οι ανακόπτοντες εφόσον τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων συμψηφίστηκαν στο σύνολό τους με την προαναφερθείσα απόφαση, δε δικαιολογείται αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, και ότι σε κάθε περίπτωση αυτή είναι υπέρμετρη. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομικη σκέψη, καθόσον ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων από το Δικαστήριο αφορά στα έξοδα που έγιναν από τους διαδίκους στα πλαίσια της συγκεκριμένης δίκης και μόνον. Κατά το δεύτερο σκέλος του είναι νόμιμος και ουσιαστικά βάσιμος καθώς η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, λαμβανομένου του χρόνου απασχόλησης που απαιτήθηκε και του ότι δεν είχε ιδιαίτερη δυσχέρεια στη σύνταξή της, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 300,00 ευρώ, συνυπολογιζομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, και όχι σε αυτό των 1.240,00 που επιτάχθηκαν να καταβάλλουν. Επομένως, πρέπει ο σχετικός λόγος της ανακοπής να γίνει μερικά δεκτός. Περαιτέρω, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθών με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις του που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα παραιτήθηκε από τα κονδύλια της επιταγής που αφορούσαν έξοδα αντιγράφου και αντιγραφικά δικαιώματα οπότε στο σχετικό κονδύλι, το οποίο προσβάλλεται από τους ανακόπτοντες με το δεύτερο λόγο της ανακοπής παραμένουν μόνο τα έξοδα επίδοσης ποσού 43,40 ευρώ, για κάθε ανακόπτοντα, τα οποία και δεν αμφισβητούνται. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει μερικά δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η από 8-11-2016 επιταγή προς πληρωμή για το πέραν των εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (193,40). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 τελ. εδαφ. ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΌΥΣ


Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει κατά ένα μέρος την από 8-11-2016 επιταγή προς πληρωμή που γράφηκε κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της με αριθμό 1378/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και συγκεκριμένα για το πέραν των εκατον ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (193,40) ποσό, από τον καθένα των ανακοπτόντων.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 25 Μαϊου 2017.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

Πηγή: http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/mprath%20417.htm

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ

Η δημοσίευση της απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αναφορικά με τη Βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού (άρθρο 111 Ν. 4446/2016)(ΦΕΚ Β' 4232/4.12.2017)

Αναλυτικά η απόφαση
Άρθρο 1
Ορισμοί

1. Ως «Βραχυχρόνια Μίσθωση» στο πλαίσιο της «οικονομίας του διαμοιρασμού» ορίζεται η μίσθωση «Ακινήτου» που συνάπτεται μέσω των ψηφιακών πλατφορμών για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, μικρότερη του έτους και εμπεριέχει τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 6 της παρούσας.

2. Ως «Οικονομία του Διαμοιρασμού» ορίζεται κάθε μοντέλο όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες δημιουργούν μια ανοικτή αγορά για την προσωρινή χρήση αγαθών ή υπηρεσιών που συχνά παρέχουν ιδιώτες.

3. Ως «Ψηφιακές Πλατφόρμες» ορίζονται οι ηλεκτρονικές, διμερείς ή πολυμερείς αγορές, όπου δύο ή περισσότερες ομάδες χρηστών επικοινωνούν μέσω του διαδικτύου με τη μεσολάβηση του διαχειριστή της πλατφόρμας, προκειμένου να διευκολυνθεί μια συναλλαγή μεταξύ τους. Ειδικά για την περίπτωση της «Βραχυχρόνιας Μίσθωσης», «Ψηφιακές Πλατφόρμες» νοούνται όσες παρέχουν εξειδικευμένα εργαλεία για την σύναψη της μίσθωσης ηλεκτρονικά και δεν περιορίζονται στην προβολή του «Ακινήτου».

4. Ως «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» ορίζεται το μητρώο που τηρείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), στο οποίο ο «Διαχειριστής Ακινήτου» λαμβάνει αριθμό εγγραφής ανά εκμισθουμενο «Ακίνητο», με σκοπό την εκπλήρωση των οριζόμενων στο άρθρο 111 του ν. 4446/2016 (Α"167) ως ισχύει. Τα στοιχεία που εγγράφει σε αυτό λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος ανά δικαιούχο εισοδήματος που αποκτάται από τη βραχυχρόνια μίσθωση «Ακινήτου» της οικονομίας του διαμοιρασμού του αρ. 39Α του ν. 4172/2013.

5. Ως «Διαχειριστής Ακινήτου Βραχυχρόνιας Μίσθωσης», στο εξής «Διαχειριστής», ορίζεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα που πραγματοποιεί ανά «Ακίνητο», έναντι της φορολογικής διοίκησης:
α) την εγγραφή στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής»,
β) την ανάρτηση του «Ακινήτου» βραχυχρόνιας μίσθωσης στις ψηφιακές πλατφόρμες της οικονομίας του διαμοιρασμού καθώς και σε κάθε μέσο προβολής με υποχρεωτική αναγραφή του αριθμού εγγραφής του στο ως άνω «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής»,
γ) την υποβολή της «Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής» ανά μισθωτή,
δ) την καταχώρηση στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» στοιχείων (συνδικαιούχοι εισοδήματος, ποσοστά κ.α.) απαραίτητων για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος του αρ. 39Α του ν. 4172/2013, ανά δικαιούχο εισοδήματος,
ε) τη δημόσια κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) του ποσού που αναλογεί σε αγνώστους δικαιούχους εισοδήματος, τους οποίους ο «Διαχειριστής», δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει κατά την εγγραφή του «Ακινήτου» στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής». Ο «Διαχειριστής» έχει την υποχρέωση να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) το ως άνω πόσο έως την ημερομηνία οριστικοποίησης της εικόνας του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», με σχετική μνεία στο γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης.

Ο «Διαχειριστής» βραχυχρόνιας μίσθωσης δύναται να είναι είτε κύριος του «Ακινήτου» ή επικαρπωτής ή υπεκμισθωτής ή τρίτος. Ως «Διαχειριστής» τρίτος είναι αποκλειστικά οι κάτωθι περιπτώσεις:

α) ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς,
β) ο εκκαθαριστής κληρονομιάς,
γ) ο εκτελεστής διαθήκης,
δ) ο σύνδικος πτώχευσης,
ε) ο προσωρινός διαχειριστής,
στ) ο μεσεγγυούχος,
ζ) ο επίτροπος ή κηδεμόνας ή δικαστικός συμπαραστάτης ή γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα κατά περίπτωση.

Εξαιρούνται της υποχρέωσης εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» οι «Διαχειριστές» που διαθέτουν Ειδικό Σήμα Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 4 του ν. 4276/2014 και της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του ν. 4179/2013, έχουν όμως την υποχρέωση να αναγράφουν, σε εμφανές σημείο, τον αριθμό του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας κατά την ανάρτηση του «Ακινήτου» στις ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και σε κάθε μέσο προβολής.

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποβολή δηλώσεων βραχυχρόνιας διαμονής των προσώπων της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του ν. 4179/2013, τα εν λόγω πρόσωπα θα πρέπει να καταχωρούν τα στοιχεία του ακινήτου στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» χωρίς να τους χορηγείται αριθμός μητρώου ακινήτου βραχυχρόνιας διαμονής.

Σε περίπτωση που ο «Διαχειριστής» εκμισθώνει διακριτά στην πλατφόρμα περισσότερους του ενός χώρους στο ίδιο ακίνητο, θα πρέπει να αποκτά ξεχωριστό αριθμό μητρώου για κάθε έναν από αυτούς.

Υπογραμμίζεται ότι για κάθε ένα ακίνητο ορίζεται ένας μόνο «Διαχειριστής».

6. Ως «Δικαιούχος Εισοδήματος» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα που είναι υπόχρεα σε φόρο εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. Ο «Διαχειριστής» εγγράφει τα στοιχεία των Δικαιούχων Εισοδήματος στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», ανά αριθμό εγγραφής «Ακινήτου», με το αντίστοιχο ποσοστό εισοδήματος βάσει έννομης σχέσης.

«Δικαιούχος Εισοδήματος» βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι σε κάθε περίπτωση ο «Διαχειριστής» καθώς και οι λοιποί συνδικαιούχοι εισοδήματος που έχει εγγράψει. Ο τρίτος «Διαχειριστής», εφόσον λειτουργεί με μια εκ των ιδιοτήτων που ορίζονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να είναι δικαιούχος εισοδήματος.


7. Ως «Ακίνητο» ορίζεται:

α) το διαμέρισμα,
β) η μονοκατοικία, εξαιρουμένων των μονοκατοικιών οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες λόγω της κατάργησης της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας,
γ) οποιαδήποτε άλλη μορφή οικήματος με δομική και λειτουργική αυτοτέλεια,
δ) τα δωμάτια εντός διαμερισμάτων ή μονοκατοικιών.

Τα «Ακίνητα» που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση δύναται να είναι ενιαίοι χώροι, ή να μισθώνονται τμηματικά.

8. Ως «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής» ορίζεται η δήλωση για τις αρχικές ή τροποποιητικές συμφωνίες βραχυχρόνιας μίσθωσης που ο «Διαχειριστής» συνάπτει μέσω ψηφιακών πλατφορμών της οικονομίας του διαμοιρασμού και που υποχρεούται να υποβάλλει σε ηλεκτρονική εφαρμογή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με σκοπό τον ετήσιο προσδιορισμό του εισοδήματος του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε. Ο «Διαχειριστής» που υποβάλλει «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής» απαλλάσσεται της υποχρέωσης υποβολής Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας (ΠΟΛ.1013/2014 απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε., όπως ισχύει).

Τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και για τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του ν. 4179/2013.

Άρθρο 2 
Διαδικασία Εγγραφής και Οριστικοποίησης στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής


Η Διαδικασία Εγγραφής και Οριστικοποίησης στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτυακού τόπου www.aade.grαπό κάθε «Διαχειριστή» με τους προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης που διαθέτει στο TAXISnet.

Τα δεδομένα που καταχωρούνται στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» επέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του αρ.8 ν. 1599/1986. Σε περίπτωση ελέγχου, ο «Διαχειριστής» οφείλει να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα -στοιχεία που αποδεικνύουν την ορθότητα των στοιχείων που έχει καταχωρήσει. Μετά την απόκτηση αριθμού εγγραφής, ο «Διαχειριστής» δύναται να προβαίνει σε μεταβολές, έως και την ημερομηνία οριστικοποίησης του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», προκειμένου είτε να διορθώνει λανθασμένες καταχωρήσεις είτε να τροποποιεί στοιχεία λόγω αλλαγής των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να αλλάζει ο αριθμός εγγραφής «Ακινήτου».

Ο «Διαχειριστής», στην περίπτωση που είναι και ιδιοκτήτης, προκειμένου να λάβει αριθμό εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», απαιτείται να έχει επιβεβαιωθεί ο Α.Τ.ΑΚ. που αναγράφει με τα στοιχεία που τηρούνται στα υποσυστήματα (Ο.Π.Σ. Περιουσιολόγιο) της ΔΗΛΕΔ και να αντιστοιχεί σε εμπράγματα δικαιώματα πλην της ψιλής κυριότητας, ενώ στην περίπτωση που είναι υπεκμισθωτής θα πρέπει να έχει επιβεβαιωθεί και ο αριθμός Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας που έχει συνάψει με τουλάχιστον έναν ιδιοκτήτη του ακινήτου που προτίθεται να εγγράψει. Τα υπόλοιπα στοιχεία (λοιποί δικαιούχοι εισοδήματος, ποσοστά κ.λπ.) δύναται να τα καταχωρήσει κατά την διαδικασία οριστικοποίησης του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», έως και την ημερομηνία έναρξης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος έκαστου φορολογικού έτους, προκειμένου να προσδιοριστεί το φορολογητέο εισόδημα ανά δικαιούχο εισοδήματος. Σε περίπτωση που κατά την ημερομηνία οριστικοποίησης του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» δεν έχουν καταχωρηθεί από τον «Διαχειριστή» ποσοστά δικαιούχων εισοδήματος ή και ποσοστά αγνώστων ιδιοκτητών, ώστε να συμπληρώνεται το 100% του εισοδήματος, το ποσό που αντιστοιχεί στο υπολειπόμενο ποσοστό, φορολογείται στον ίδιο, εφόσον για το ποσοστό αυτό δεν έχει ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στην περίπτωση ε" της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της παρούσας. Σε περίπτωση εμφάνισης του δικαιούχου εισοδήματος και είσπραξης του ποσού από το Τ.Π.Δ., ο δικαιούχος υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης για το εισόδημα που εισέπραξε.

Ο «Διαχειριστής» έχει την υποχρέωση να καταχωρήσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται και να οριστικοποιήσει το «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής για την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος έκαστου φορολογικού έτους με δυνατότητα εμπρόθεσμης τροποποίησής του μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Στην περίπτωση μη οριστικοποίησης από τον ίδιο μέχρι την ως άνω προθεσμία, τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» θεωρούνται οριστικά. Όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εισοδήματος, με την οριστικοποίηση του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» γίνεται γνωστοποίηση στους λοιπούς δικαιούχους εισοδήματος μέσω τυποποιημένου ηλεκτρονικού μηνύματος που αναρτάται στην προσωποποιημένη πληροφόρησή τους στο TAXISnet.

Ο αριθμός εγγραφής «Ακινήτου» παύει να ισχύει όταν ο «Διαχειριστής» διακόπτει την ιδιότητά του ως «Διαχειριστής» ή όταν σταματήσει η διαδικασία της βραχυχρόνιας μίσθωσης του «Ακινήτου», όπως αυτή ορίζεται παραπάνω. Στην περίπτωση αυτή ο «Διαχειριστής» υποχρεούται να οριστικοποιήσει το «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής».

Στις περιπτώσεις που δικαιούχοι εισοδήματος από βραχυχρόνια μίσθωση «Ακινήτων» (άρθ. 39Α του ν. 4172/2013) είναι αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δε διαθέτουν ταχυδρομική διεύθυνση στην Ελλάδα, για την εγγραφή τους στο Φορολογικό Μητρώο (απόδοση Α.Φ.Μ.) υποχρεούνται να ορίσουν φορολογικό εκπρόσωπο με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα, με τη διαδικασία που ορίζεται στην ΠΟΛ 1283/2013 (3367 Β") απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε.

Άρθρο 3
Στοιχεία Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής

Τα πεδία που απαιτείται να συμπληρώνονται από τον «Διαχειριστή» στο Μητρώο ακινήτων βραχυχρόνιας διαμονής είναι τα ακόλουθα:

• Στοιχεία «Διαχειριστή» (προσυμπληρωμένα κατά την είσοδο στην εφαρμογή), στοιχεία επικοινωνίας
• Στοιχεία δικαιούχων εισοδήματος
• Στοιχεία «Ακινήτου»
• Σημειώσεις

Ο μοναδικός αριθμός εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» χορηγείται μηχανογραφικά, μετά την καταχώρηση τουλάχιστον του Α.Τ.ΑΚ. του «Ακινήτου» και στην περίπτωση υπεκμίσθωσης και του αριθμού Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας.

Άρθρο 4
Διαδικασία Ελέγχου -Όργανα Ελέγχου - Κυρώσεις του Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής

Τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης δύνανται να εντοπίζουν τους «Διαχειριστές» που δεν έχουν τηρήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 όπως ισχύει, μέσω ηλεκτρονικών διασταυρώσεων από ίδιες ή τρίτες πηγές, με κάθε πρόσφορο μέσο, ή και με μικτά συνεργεία ελέγχου που μπορεί να αποτελούνται από υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε. και του Υπουργείου Τουρισμού. Επιπλέον μπορεί να ζητείται η συνδρομή της Οικονομικής Αστυνομίας.

Για κάθε μία από τις παρακάτω παραβάσεις:

α. Παράλειψη εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής».
β. Μη εμφανή αναγραφή του αριθμού εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» στην ανάρτηση του «Ακινήτου» στις ψηφιακές πλατφόρμες καθώς και σε κάθε άλλο μέσο προβολής.
γ. Μη εμφανή αναγραφή του αριθμού του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.) στην ανάρτηση του «Ακινήτου» στις ψηφιακές πλατφόρμες καθώς και σε κάθε άλλο μέσο προβολής, από τους «Διαχειριστές» για τους οποίους δεν υπάρχει υποχρέωση εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής»,επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ στους «Διαχειριστές». Το πρόστιμο αποτελεί δημόσιο έσοδο, επιβάλλεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από την Α.Α.Δ.Ε. και καταχωρείται στον Κ.Α.Ε 3739.
Από τη διαπίστωση της παράβασης ο «Διαχειριστής» υποχρεούται εντός (15) δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες συμμόρφωσης.

Σε περίπτωση που διαπιστώνεται εκ νέου διάπραξη της ίδιας παράβασης εντός ενός έτους από την έκδοση της πράξης επιβολής του προστίμου και εφόσον έχει παρέλθει το δεκαπενθήμερο του προηγούμενου εδαφίου που προβλέπεται ως προθεσμία για την ολοκλήρωση των ενεργειών συμμόρφωσης του «Διαχειριστή», το σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρόστιμο επιβάλλεται στο διπλάσιο και στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης στο τετραπλάσιο του αρχικώς επιβληθέντος.


Άρθρο 5
Διαδικασία Υποβολής Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής

Η Διαδικασία υποβολής «Δηλώσεων Βραχυχρόνιας Διαμονής» γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτυακού τόπουwww.aade.gr από τον «Διαχειριστή» με τους προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης που διαθέτει στο TAXISnet.

Σε περίπτωση τροποποίησης της διάρκειας διαμονής ή της συμφωνηθείσας αξίας συνολικού συμφωνηθέντος μισθώματος ή ακύρωσης της διαμονής ή καταχώρησης λανθασμένων στοιχείων ή άλλης αιτίας, υποβάλλεται τροποποιητική «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής».

Οι «Δηλώσεις Βραχυχρόνιας Διαμονής» (αρχικές, τροποποιητικές) υποβάλλονται μέχρι την 12η ώρα βραδινή της επομένης εργάσιμης ημέρας από την ημέρα αναχώρησης του μισθωτή από το «Ακίνητο».

Σε περίπτωση ακύρωσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης και όταν βάσει πολιτικής ακύρωσης προβλέπεται καταβολή ποσού μισθώματος από το μισθωτή, υποβάλλεται αρχική «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής» μέχρι την 12η ώρα βραδινή της επομένης εργάσιμης ημέρας από την ακύρωση.

Ως ημερομηνία υποβολής των δηλώσεων θεωρείται η ημερομηνία καταχώρησης αυτών στο σύστημα, με αυτόματη απόδοση στον υπόχρεο «Διαχειριστή» μοναδικού αριθμού καταχώρησης.


Άρθρο 6
Στοιχεία Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής

Τα στοιχεία που καταχωρούνται στη «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής» ανά βραχυχρόνια μίσθωση είναι τουλάχιστον, ο αριθμός εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», το συνολικό συμφωνηθέν μίσθωμα ή το συνολικό ποσό βάσει της πολιτικής ακύρωσης, η επωνυμία έκαστης ψηφιακής πλατφόρμας, τα στοιχεία του μισθωτή, η έναρξη - λήξη της μίσθωσης και ο τρόπος πληρωμής του μισθώματος. Ειδικά για τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του ν. 4179/2013, καταχωρείται επιπλέον ο αριθμός Ειδικού Σήματος Λειτουργίας.

Άρθρο 7
Διαδικασία Ελέγχου -Όργανα Ελέγχου - Κυρώσεις της Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής

Τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης δύνανται να εντοπίζουν τους «Διαχειριστές» που δεν έχουν τηρήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 όπως ισχύει, μέσω ηλεκτρονικών διασταυρώσεων από ίδιες ή τρίτες πηγές, με κάθε πρόσφορο μέσο, ή και με μικτά συνεργεία ελέγχου που μπορεί να αποτελούνται από υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε. και του Υπουργείου Τουρισμού. Επιπλέον μπορεί να ζητείται η συνδρομή της Οικονομικής Αστυνομίας.

Στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις κατ" άρθρο 111 του ν. 4446/2016 όπως ισχύει, υποχρεώσεις, επιβάλλονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου και νόμου πρόστιμα. Ειδικότερα:

Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς «Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής» επιβάλλεται στον «Διαχειριστή» πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος όπως αυτό εμφανίζεται στην ψηφιακή πλατφόρμα κατά την ημέρα που πραγματοποιείται ο έλεγχος.

Σε περίπτωση εκπρόθεσμης «Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής» επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους εκατό (100) ευρώ, το οποίο καταχωρείται στον Κ.Α.Ε. 3739.


Άρθρο 8
Υποχρέωση Υποβολής Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας

Ο κύριος του «Ακινήτου» ή ο επικαρπωτής εφόσον αναθέτουν σε υπεκμισθωτή ή ο υπεκμισθωτής εφόσον αναθέτει σε άλλο υπεκμισθωτή τη διαχείριση «Ακινήτου» με σκοπό τη βραχυχρόνια μίσθωση, έχει υποχρέωση υποβολής Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας, στην οποία καταχωρεί τα στοιχεία του «Διαχειριστή». Η ως άνω Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας προηγείται της εγγραφής στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής». Σε περίπτωση μη υποβολής αυτής, θεωρείται ο ίδιος «Διαχειριστής» του «Ακινήτου».

Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας «Ακινήτου», όταν «Διαχειριστής» βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι ένας εκ των συνιδιοκτητών, οι συνιδιοκτήτες δεν υποχρεούνται στην υποβολή Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας.

Ο κύριος του «Ακινήτου» ή ο επικαρπωτής ή ο υπεκμισθωτής εφόσον εκμισθώνει «Ακίνητο» με δικαίωμα υπεκμίσθωσης, πλην των βραχυχρόνιων μισθώσεων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού, εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση υποβολής της Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Η υποβολή της δήλωσης ολοκληρώνεται με την καταχώρηση των αντίστοιχων ανά κατηγορία υποχρεωτικών πληροφοριακών στοιχείων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΠΟΛ. 1013/2014 απόφαση, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.


Άρθρο 9
Λοιπές ρυθμίσεις

Μέσω της υλοποίησης του «Μητρώου Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» και της «Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής» τίθενται οι προϋποθέσεις τόσο για τον προσδιορισμό ανά φορολογικό έτος του συνολικά αποκτηθέντος εισοδήματος από βραχυχρόνια μίσθωση στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 111 του ν. 4446/2016 όπως ισχύει, μετά την αφαίρεση του πιθανού ποσού υπεκμίσθωσης, ανά αριθμό εγγραφής «Ακινήτου», «Δικαιούχο Εισοδήματος» και «Ψηφιακής Πλατφόρμας», όσο και της δυνατότητας διενέργειας διασταυρωτικών ελέγχων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 και 7 της παρούσας απόφασης.


Άρθρο 10
Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση ισχύει για βραχυχρόνιες μισθώσεις στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού που συνάπτονται από την 1.1.2018 και μετά. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2017, τα εισοδήματα από τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων της οικονομίας διαμοιρασμού, θα δηλωθούν διακριτά και συγκεντρωτικά στα έντυπα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους.


Δείτε ολόκληρη την ΠΟΛ. 1187/2017 εδώ.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Αλληλένδετη πώληση (bundling)

Πηγή:http://www.adjustice.gr

ΔΕΑ αριθ.απόφ. 1105/2017 (Τμήμα 18ο Τριμελές)
Μη εκτελεστή η προσβαλλόμενη κατά το κεφάλαιο που αφορά παραβίαση διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού.
Αλληλένδετη πώληση (bundling). Η προσφεύγουσα δεν είναι τρίτος πάροχος σε σχέση με τον ΟΤΕ αλλά αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική ΟΤΕ Α.Ε. ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της προσφεύγουσας, διότι κατέχει το 100% των μετοχών αυτής. Δεδομένου δε ότι η ΟΤΕ ΑΕ κατείχε Σημαντική Ισχύ στις Αγορές (ΣΙΑ) της σταθερής τηλεφωνίας, όφειλε πριν από την παροχή της προσφοράς αλληλένδετης πώλησης (έκπτωση στο πάγιο της προσφεύγουσας σε συνδρομητές που διέθεταν πρόγραμμα σταθερής τηλεφωνίας ΟΤΕ) να κοινοποιήσει την πρότασή της στην ΕΕΤΤ, προκειμένου να λάβει έγκριση. Τροποποίηση εγκεκριμένων όρων της προσφεύγουσας. 
Αναπομπή της υπόθεσης στην ΕΕΤΤ προκειμένου να υπολογίσει το πρόστιμο, διότι, κατά τον υπολογισμό του, δεν έλαβε υπόψη της ότι αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα, γεγονός που ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του κόστους των προϊόντων που συμμετέχουν στη σύζευξη και ως εκ τούτου στη διερεύνηση της ύπαρξης ή μη “ληστρικής τιμολόγησης” ή “συμπίεσης του περιθωρίου κέρδους”, θέμα που δεν αντιμετώπισε η προσβαλλόμενη.

Αυτονομία Θέρμανσης σε Οριζόντια Ιδιοκτησία κατά το Ν. 4495/2017

ΦΕΚ Α’ 167/3-11-2017, Ν. 4495/2017
Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις
Άρθρο 127
Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 420/1987, του π.δ. της 27ης Σεπτεμβρίου/ 7ης Νοεμβρίου
1985 και του ν. 4342/2015 1. Η παρ. 5 του άρθρου 2 του π.δ. 420/1987 (Α΄ 187), η οποία προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 30 του ν. 3175/2003 (Α΄ 207) και τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 3661/2008 (Α΄ 89), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων τα οποία περιλαμβάνουν περισσότερες από μία οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών για την αλλαγή του συστήματος κεντρικής θέρμανσης και τη σύνδεση με το δίκτυο φυσικού αερίου ή την εγκατάσταση συστήματος τηλεθέρμανσης ή γεωθερμίας ή αντλιών θερμότητας ή άλλου συστήματος θέρμανσης λαμβάνονται, εφόσον προκύπτει ότι η πιο πάνω αλλαγή βελτιώνει την ενεργειακή αποδοτικότητα του κτιρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Ε.Ν.Α.Κ.), με την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων του συνόλου των συνιδιοκτητών, ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Με την ίδια πλειοψηφία λαμβάνεται κάθε άλλη σχετική απόφαση για την υλοποίηση και ρύθμιση των παραπάνω αποφάσεων, ιδίως για την τροποποίηση ή αντικατάσταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων θέρμανσης, την αλλαγή εξοπλισμού, τις επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου, την όδευση σωληνώσεων και αγωγών, την τοποθέτηση καπναγωγών και καπνοδόχων και εν γένει για κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση, μεταβολή ή επέμβαση στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου, αφού ληφθούν υπόψη και τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2364/1995 (Α΄ 252).
Με την ίδια πλειοψηφία και ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής λαμβάνονται και οι αποφάσεις για τη μόνιμη αποσύνδεση από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου κύριων μεμονωμένων ιδιοκτησιών στις οποίες οι ιδιοκτήτες τους προτίθενται να τοποθετήσουν ανεξάρτητη μόνιμη εγκατάσταση θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή να εγκαταστήσουν αυτόνομο σύστημα τηλεθέρμανσης ή γεωθερμίας ή αντλιών θερμότητας ή άλλο αυτόνομο σύστημα θέρμανσης. Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να προκύπτει ότι η ανεξάρτητη μόνιμη εγκατάσταση θέρμανσης βελτιώνει την ενεργειακή αποδοτικότητα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Ε.Ν.Α.Κ.).
Η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών δεν είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, όταν η τοποθέτηση ανεξάρτητης μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης διενεργείται από κύριες μεμονωμένες ιδιοκτησίες σε υφιστάμενες οικοδομές οι οποίες δεν έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης».
2. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 2 του π.δ. 420/1987 προστίθενται παράγραφοι 6, 7 και 8 ως εξής: «6. Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ανεξαρτήτως ποσοστού συνιδιοκτησίας και αντίθετης πρόβλεψης στον κανονισμό σχέσεων συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, μπορεί να ζητήσει εγγράφως από το διαχειριστή της πολυκατοικίας τη σύγκληση συνέλευσης συνιδιοκτητών με θέμα τη λήψη απόφασης για την αλλαγή του συστήματος κεντρικής θέρμανσης ή την αποσύνδεση της ιδιοκτησίας του από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5. Σε πολυκατοικίες όπου δεν υπάρχει διαχειριστής ή αν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δεν συγκαλέσει εντός τριάντα (30) ημερών τη συνέλευση, ο ιδιοκτήτης συγκαλεί τη συνέλευση αναρτώντας πρόσκληση στην είσοδο του κτιρίου και καθορίζοντας τόπο συνεδρίασης εντός της πολυκατοικίας και ημερομηνία συνεδρίασης που πρέπει να απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία ανάρτησης της πρόσκλησης.
7. Αν η συνέλευση συνιδιοκτητών λάβει αρνητική απόφαση ή δεν λάβει απόφαση εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της πρώτης σύγκλησής της, ο ιδιοκτήτης που ζήτησε τη σύγκλησή της δικαιούται, με δική του δαπάνη, ευθύνη και επιμέλεια και κατά τρόπο που να μη θίγει τη θέρμανση των ιδιοκτησιών των λοιπών συνιδιοκτητών, να αποσυνδέσει την ιδιοκτησία του από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου με μόνωση των σωλήνων της κεντρικής θέρμανσης που διέρχονται από την ιδιοκτησία του και να τη συνδέσει αυτόνομα με το δίκτυο φυσικού αερίου ή να εγκαταστήσει σε αυτήν αυτόνομο σύστημα θέρμανσης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5. Ο απαιτούμενος εξοπλισμός εγκαθίσταται σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλούς λειτουργίας των εγκαταστάσεων, όπως ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις κατά περίπτωση, και τοποθετείται εντός της αυτονομούμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας ή σε χώρο που ανήκει στην κυριότητα ή στην αποκλειστική χρήση του ιδιοκτήτη. Οι σωληνώσεις της παροχής μπορεί να διέρχονται από την πρόσοψη του κτιρίου ή άλλους κοινόχρηστους χώρους σύμφωνα με τους όρους των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων. Πριν από την έναρξη της εγκατάστασης αυτόνομου συστήματος θέρμανσης ο ιδιοκτήτης της αυτονομούμενης ιδιοκτησίας γνωστοποιεί στους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας την αποσύνδεσή του από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου, τον τρόπο όδευσης των σωληνώσεων της παροχής μέχρι την ιδιοκτησία του και το χρόνο έναρξης και την αναμενόμενη διάρκεια των εργασιών εγκατάστασης.
8. Οριζόντια ιδιοκτησία που αυτονομείται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 7, απαλλάσσεται από τις δαπάνες κατανάλωσης καυσίμου του συστήματος κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου, υποχρεούται όμως να συμμετέχει στις κοινές δαπάνες προληπτικής συντήρησής του και στις έκτακτες δαπάνες. Με απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας μπορεί να αποφασιστεί η πλήρης απαλλαγή των ιδιοκτησιών που αυτονομούνται».
3. Η απαλλαγή του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 2 του π.δ. 420/1987 εφαρμόζεται και για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που έχουν αποσυνδεθεί από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου χωρίς απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών και έχουν συνδεθεί με το δίκτυο φυσικού αερίου ή έχει εγκατασταθεί σε αυτές αυτόνομο σύστημα θέρμανσης σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ίδιου προεδρικού διατάγματος. Στην περίπτωση αυτή, με την αποσύνδεση δεν πρέπει να θίγεται η θέρμανση των ιδιοκτησιών των λοιπών συνιδιοκτητών και, περαιτέρω, πρέπει να έχει γίνει μόνωση των σωλήνων της κεντρικής θέρμανσης στις ιδιοκτησίες που έχουν αποσυνδεθεί. Η απαλλαγή του πρώτου εδαφίου αφορά σε δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3.3.1 του άρθρου 1 του από 27.9.1985 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 631), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 30 του ν. 3175/2003 (Α΄ 207), διαγράφονται οι λέξεις «με χρήση αερίων καυσίμων».
5. Η μη επιβάρυνση με δαπάνες λειτουργίας και έκτακτες δαπάνες κεντρικής θέρμανσης, που προβλέπεται στην παρ. 3.3.1 του άρθρου 1 του από 27.9.1985 προεδρικού διατάγματος εφαρμόζεται και για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που έχουν αποσυνδεθεί από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου με απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών και έχουν συνδεθεί με το δίκτυο φυσικού αερίου ή έχει εγκατασταθεί σε αυτές αυτόνομο σύστημα θέρμανσης σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 του π.δ. 420/1987. Η μη επιβάρυνση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αφορά σε δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.
6. Καταργείται η παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 4342/2015 (Α΄ 143) η οποία προστέθηκε με το άρθρο 39 του ν. 4447/2016 (Α΄ 241)

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Αγωγή Αποζημίωσης λόγω μη υποβολής Δήλωσης Τρίτου

Άρειος Πάγος Aρ. Aπόφασης 448/2016:

«Στην περίπτωση κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 985 παρ. 1,3 Κ.Πολ.Δ. "Μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση".


Τέλος, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 986 "μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε κατάσχεση έχει δικαίωμα να την ανακόψει ... Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3".

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η υποχρέωση του τρίτου για αποζημίωση ορίζεται μόνον έναντι του επισπεύδοντος δανειστή και επιδιώκεται η αποζημίωση με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις. Η αγωγή αυτή δεν ανοίγει δίκη περί την εκτέλεση, καθόσον δεν προσβάλλει πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Η ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση απορρέει από μόνο το γεγονός, ότι παρέλειψε να υποβάλλει την δήλωση του άρθρου 985 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ δημιουργείται δε η υποχρέωσή του με μόνη την επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια του, ανεξάρτητα αν υπάρχει η κατασχεμένη οφειλή.

Εξάλλου η άσκηση αγωγής προς αποζημίωση, δεν προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ανακοπής του κατασχόντος κατ' άρθρο 986 ΚΠολΔ. Η ερμηνεία αυτή θεμελιώνεται στο ότι, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ η ανακοπή του άρθρου 986 και η αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 985 παρ. 3 συνιστούν δύο ανεξάρτητα και διαφορετικά ένδικα βοηθήματα τόσο ως προς το σκοπό τους όσο και ως προς τα αποτελέσματά τους. Το δικαίωμα αποζημιώσεως δίνεται στον κατασχόντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της οφειλής.

Έτσι, η κατά πλάσμα του νόμου αρνητική δήλωση του τρίτου, προς την οποία εξομοιώνεται η παράλειψή του να δηλώσει αν οφείλει ή όχι την κατασχεθείσα απαίτηση, δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από την υποχρέωση αυτού να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στον κατασχόντα, χωρίς ο τελευταίος να είναι υποχρεωμένος να ασκήσει προηγουμένως και εμπροθέσμως την ανακοπή του άρθρου 986.

Εάν δε μια τέτοια πλασματική άρνηση δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και παρά ταύτα οριστικοποιηθεί, χωρίς να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 986, επέρχεται μεν έκπτωση του κατασχόντος από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, το εντεύθεν όμως συναγόμενο νομικό πλάσμα δεν λειτουργεί και ως λόγος απαλλαγής του τρίτου από την υποχρέωση του να καταβάλει την απαίτηση στον καθού η κατάσχεση οφειλέτη, την οποία ουδόλως επηρεάζει.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης, κατ' αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπάρτης και απέρριψε την εκ του άρθρου 985 παρ. 3 ΚΠολΔ αγωγή αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, με την οποία η τελευταία επικαλούμενη αφ' ενός μεν παράλειψη της αναιρεσίβλητης τράπεζας, στα χέρια της οποίας ως τρίτης είχε επιβάλλει νομίμως κατάσχεση, ως έχουσα εκτελεστό τίτλο κατά της οφειλέτιδάς της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ..., να υποβάλει εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ και αφ' ετέρου παραπλανητική συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της που την απέτρεψαν να ασκήσει εμπροθέσμως ανακοπή κατά της αρνητικής κατά πλάσμα δηλώσεως, ζήτησε την καταψήφιση της αναιρεσίβλητης στην καταβολή ισόποσης με το κατασχεθέν ποσό αποζημίωσης και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Ειδικότερα το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή με την ακόλουθη αιτιολογία: Εν προκειμένω, όπως εξάλλου συνομολογείται και από την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, (ήδη αναιρεσείουσα) η τελευταία δεν προέβη σε άσκηση σχετικής ανακοπής, παρά την πάροδο του οκταημέρου από τις 2.9.2011, οπότε κοινοποιήθηκε το κατασχετήριο...και την παράλειψη υποβολής της δήλωσης τρίτου, παρελθούσης άπρακτης της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που αναφέρει ο νόμος ... Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, η οποία αποτελεί αυτοτελή αγωγή αποζημιώσεως λόγω παράλειψης υποβολής της δήλωσης τρίτου, είναι απαράδεκτη, ... καθώς η απώλεια της προθεσμίας για άσκηση ανακοπής, έχει ως αποτέλεσμα την έκπτωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της δήλωσης (καθώς η παράλειψη ισοδυναμεί με αρνητική δήλωση) και να απαιτήσει αποζημίωση. Εξάλλου, ναι μεν η παράλειψη υποβολής δήλωσης γεννά δικαίωμα αποζημίωσης ..., η οποία μπορεί να ζητηθεί και με αυτοτελή αγωγή, χωρίς να είναι προϋπόθεση να έχει προηγηθεί η άσκηση της σχετικής ανακοπής ή να σωρεύεται υποχρεωτικά με αυτήν...

Πλην όμως εάν έχει ήδη απολεσθεί η προθεσμία άσκησης της σχετικής ανακοπής, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα αποζημιώσεως. Διαφορετικά και συνεπώς εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, θεωρώντας ότι εφόσον δεν είναι προϋπόθεση η άσκηση της ανακοπής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, παραδεκτώς ασκείται αυτή αυτοτελώς ακόμη και μετά την απώλεια της προθεσμίας της ανακοπής...". 

Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, με εσφαλμένη μη εφαρμογή τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 985 παρ. 3 ΚΠολΔ και 914, 932 ΑΚ και ο σχετικός μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των ως άνω διατάξεων είναι βάσιμος.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης…» 

Πηγή: www.areiospagos.gr

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Εγκύκλιος 49313/2.5.2017 Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή

Αδύνατη η μετατροπή Ατομικής σε ΙΚΕ

Αδύνατη η μετατροπή νομικού μορφώματος χωρίς νομική προσωπικότητα σε μόρφωμα με νομική προσωπικότητα.

Ακολουθεί όλο το κείμενο της εγκυκλίου στον παρακάτω σύνδεσμο: