Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Σώρευση στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής

Είναι παραδεκτή και νόμιμη η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητικής και αρνητικής  αγωγής κυριότητας (άρθρα 1094 και 1108 Α.Κ.) ιδιώς δε, στην περίπτωση που στο επίδικο ακίνητο υπάρχουν κατασκευές και κτίσματα; 
 
Για το ζήτημα αυτό, που αποτελεί ζήτημα ιδιαζούσης σημασίας και ενδιαφέροντός, αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 4/2016 Απόφαση:
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 Α.Κ., αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.). 
Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος.
Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108 ΑΚ και του άρθρου 218 ΚΠολΔ, δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. 
Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη. 
Περαιτέρω, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημία στον κύριο του ακινήτου, παρέχει στον τελευταίο, εκτός από τη διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914, 932 Α.Κ. Η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οφειλόμενη κατ’ αρχή σε χρήμα (άρθρο 297 παρ.1 Α.Κ.), μπορεί να ζητηθεί να γίνει in natura (άρθρο 297 παρ.2 Α.Κ.), δηλαδή με την υποχρέωση αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως και απομακρύνσεως των κατασκευασμάτων. 
Πότε ένα τέτοιο σωρευόμενο στη διεκδικητική αγωγή αίτημα ασκείται ως αξίωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας του κυρίου ή ως περιεχόμενο της αρνητικής αγωγής και προς προστασία της κυριότητος αποτελεί εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής». (areiospagos.gr)

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την εγκυρότητα συμβολαίων που συντάχθηκαν από κατά τόπον αναρμόδιο συμβολαιογράφο

Παρατίθεται η υπ' αριθμόν 3/2016 Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δυνάμει της οποίας η παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παράγραφος 1 του Ν. 2830/2000 (Κωδικας Συμβολαιογράφων), δεν φαίνεται να δημιουργεί κατ’ αρχάς ακυρότητα, μετά την απάλειψη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου του.
Η διάταξη του άρθρου 442 του Κ.Πολ.Δ. που προβλέπει τις συνέπειες της αποδεικτικής ισχύος των δημοσίων εγγράφων, στην περίπτωση που τα εν λόγω έγγραφα δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 438 και 439 ιδίου Κώδικα, ουδόλως θίγει τα συμβόλαια, δια των οποίων κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 369 αυτού) συνιστώνται, μετατίθενται ή και καταργούνται εμπράγματα δικαιώματα.

Αμέσως κατωτέρω παρατίθεται ο σύνδεσμος με όλο το κείμενο της Γνωμοδότησης:

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ο Κανονισμός 650/2012 για το Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Διασυνοριακές Κληρονομικές Διαδοχές και Το Ευρωπαϊκό Κληρονομητήριο



Α. ΓΕΝΙΚΑ
Το να κατανοήσεις το εθνικό δίκαιο περί κληρονομικής διαδοχής αποτελεί από μόνο του μια κοπιαστική και επίπονη διαδικασία. Ακόμα και για τον ίδιο το νομικό που καταπιάνεται λόγω επαγγέλματος με τέτοιου είδους ζητήματα είναι αρκετές φορές δύσκολό να αποδώσει και να κατανοήσει έννοιες, όπως κληροδότημα, κληροδοσία κ.ο.κ. Το πράγμα περιπλέκεται όταν στην εξίσωση εμπλέκονται και κληρονομικά στοιχεία του θανόντος που βρίσκονται σε άλλη χώρα.
Κλασικά σε επίπεδο νομικό, τα ζητήματα αυτά, δηλαδή ζητήματα τα οποία παρουσιάζουν στοιχεία διεθνικότητας επιλύονται στο πλαίσιο του λεγόμενου Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου. Οι νομικοί ανατρέχουν σε ένα σύστημα κανόνων (στην Ελλάδα το σύστημα αυτό προβλέπεται κατά κύριο λόγο στον Αστικό Κώδικα, αλλά και από διεθνείς συμβάσεις και κανονισμούς, όπως ο περιβόητος Κανονισμός «Ρώμη ΙΙ», που αφορά κυρίως τις διαφορές που ανακύπτουν στις εμπορικές συναλλαγές) και προσπαθούν να εντοπίσουν ποιο κάθε φορά είναι το εφαρμοστέο δίκαιο. Το ίδιο συνεπώς είναι απαραίτητο να συμβεί και στις υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής.
Ακριβώς λόγω των ανωτέρω αναφερόμενων και με δεδομένου ότι οι εθνικές διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο (π.χ. ως προς την ιδιότητα κληρονόμου, τις κληρονομικές μερίδες, τη νόμιμη μοίρα, την έκταση της ελευθερίας σύνταξης διαθήκης, τον τρόπο διαχείρισης της κληρονομιάς, την έκταση της ευθύνης των κληρονόμων για χρέη του κληρονομηθέντος, κ.λπ.) κρίθηκε σκόπιμο και αναγκαίο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις διασυνοριακές υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που ανακύπτουν, όπως το ότι είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης, καθώς και το εφαρμοστέο δίκαιο, στο πλαίσιο ενός ενοποιημένου καθεστώτος που θα παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν με μια απλουστευμένη μέθοδο και ενιαία.
Προς το σκοπό αυτό θεσπίστηκε στις 4 Ιουλίου 2012 ένα σύνολο νέων ενωσιακών κανόνων οι οποίοι έχουν ως στόχο να καθορίσουν το πλαίσιο αντιμετώπισης των ανωτέρω ζητημάτων, απλουστεύοντας ταυτόχρονα τις νομικές και άλλες διαδικασίες, που πρέπει να κινηθούν όταν έχουμε να κάνουμε με ζητήματα διεθνών κληρονομικών διαδοχών. Αν και ο Κανονισμός αυτός, ο οποίος έλαβε τον αριθμό 650/2012, θεσπίστηκε κατά την ανωτέρω ημερομηνία, ωστόσο οι διατάξεις του άρχισαν να εφαρμόζονται στις κληρονομικές διαδοχές ατόμων, των οποίων ο θάνατος επήλθε μετά τις 17 Αυγούστου 2015.
Τα ανωτέρω αποτυπώνει ο ίδιος ο Ευρωπαίος Νομοθέτης, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρουν στην αιτιολογική σκέψη (7) του Κανονισμού: «ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, έπρεπε στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι πολίτες να μπορούν να οργανώσουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή και να κατοχυρώνονται με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων και των κληροδόχων, των άλλων οικείων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα, καθώς και των κληρονομικών δανειστών».
Το βασικό προτέρημα του εν λόγω κανονισμού είναι ότι διασφαλίζει την αντιμετώπιση μια διασυνοριακής κληρονομικής διαδοχής κατά τρόπο ενιαίο, στο πλαίσιο ενός δικαίου και από μια αρχή/θεσμό. 
Β. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Πριν όμως, από οτιδήποτε άλλο είναι αναγκαίο και σκόπιμο να γίνει αναφορά στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού:
Ο κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις πτυχές της κληρονομικής διαδοχής: από την επαγωγή έως την εκκαθάριση της κληρονομίας, περνώντας από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού εξαιρείται ρητώς, μεταξύ άλλων, κάθε στοιχείο που αφορά δωρεές, ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, καταπιστεύματα, καθεστώτα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, υποχρεώσεις διατροφής, τη φύση εμπράγματων δικαιωμάτων και τη φορολογία
Ειδικότερα :
Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:
1. σε φορολογικά, τελωνειακά ή διοικητικά ζητήματα που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο,
Σε αυτά τα ζητήματα το εθνικό δίκαιο παραμένει κυρίαρχο και αυτό θα ορίσει όλα τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν, όπως το ύψος της φορολογίας λόγω κληρονομίας, τον τρόπο καταβολής των φόρων,  τον χρόνο καταβολής, τον υπόχρεο της καταβολής, αν θα καλύπτονται από την κληρονομιαία περιουσία, κ.ο.κ.
2.σε ζητήματα που αφορούν την προσωπική κατάσταση των φυσικών προσώπων καθώς και τις οικογενειακές σχέσεις και τις σχέσεις οι οποίες σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο παράγουν ανάλογα αποτελέσματα,
β) σε ζητήματα που αφορούν τη νομική ικανότητα των φυσικών προσώπων, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και του άρθρου 26 του κανονισμού,
γ) σε θέματα σχετικά με την αφάνεια, την απουσία ή τον τεκμαιρό­μενο θάνατο φυσικού προσώπου,
δ) σε θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων των γαμικών συμβάσεων, όπως είναι γνωστές σε ορισμένα συστήματα δικαίου, στο βαθμό που οι εν λόγω συμβάσεις δεν αφορούν κληρονομικά θέματα, καθώς και το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων οι οποίες σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο θεωρείται ότι παράγουν αποτελέσματα παρόμοια με του γάμου,
ε) σε υποχρεώσεις διατροφής εκτός από αυτές που προέκυψαν λόγω θανάτου,
στ) σε ζητήματα που αφορούν το τυπικό κύρος των διατάξεων τελευταίας βούλησης που έγιναν προφορικά,
ζ) σε περιουσιακά δικαιώματα, συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται ή μεταβιβάζονται με άλλους τρόπους πλην της κληρονομικής διαδοχής, π.χ. μέσω δωρεών, συνιδιοκτησίας πλειόνων με συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του το μερίδιο του προαποβιώσαντος περιέρχεται στον επιζώντα συγκύριο, συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, ασφαλιστικών συμβάσεων και ανάλογων ρυθμίσεων, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παρά­γραφος 2 στοιχείο θ) του κανονισμού
η) τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, π.χ. ρήτρες οι οποίες περιλαμβάνονται σε συστατικές πράξεις και σε κατά­ στατικά εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς προσωπικότητα, με τις οποίες ρυθμίζεται η τύχη των μεριδίων λόγω θανάτου των μελών τους,
θ) τα ζητήματα που αφορούν τη λύση, την παύση λειτουργίας και την συγχώνευση εταιρειών και άλλων ενώσεων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα,
ι) σε ζητήματα που αφορούν τη σύσταση, διαχείριση και λύση καταπιστευμάτων,
Σε ότι αφορά την εν λόγω εξαίρεση, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν εισάγει γενική εξαίρεση όλων των καταπιστευμάτων υπό την έννοια ότι ο  Κανονισμός θα τύχει εφαρμογής σε ότι αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και για τον καθορισμό των δικαιούχων όταν για παράδειγμα θα έχουμε σύσταση καταπιστεύματος με διαθήκη ή εκ του νόμου σε σχέση με εξ αδιαθέτου διαδοχή.
ια) σε ζητήματα που αφορούν την φύση των εμπράγματων δικαιωμάτων,
Και εδώ απαιτείται να τονιστεί ότι η εν λόγω εξαίρεση εισάγει έναν κανόνα λογικής, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί ένα κράτος – μέλος να αναγνωρίσει ένα εμπράγματο δικαίωμα που η έννομη του τάξη δεν αναγνωρίζει.
ιβ) σε ζητήματα οιασδήποτε καταχώρισης σε μητρώο δικαιωμάτων επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας, περιλαμβανομένων των νομικών απαιτήσεων της καταχώρισης, και τα αποτελέσματα της καταχώρισης ή της μη καταχώρισης αυτών των δικαιωμάτων σε μητρώο.
Γ. ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
α. Η  Οικουμενικότητα των Ρυθμίσεων και γενικός κανόνας επιλογής ως  εφαρμοστέου δικαίου αυτού του τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 20 το δίκαιο που καθορίζεται από τον Κανονισμό εφαρμόζεται ακόμα και όταν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους – μέλους. Με τον τρόπο αυτό καθορίζεται η έννοια της Οικουμενικότητας ως προς την εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού, υπό την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στα στενά όρια και σύνορα των κρατών – μελών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενόψει της ανωτέρω επιλογής του άρθρου 20 ο Ευρωπαίος Νομοθέτης καθιέρωσε στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 τον γενικό κανόνα ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο οι πολίτες είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της κληρονομικής διαδοχής και θα εφαρμοστεί το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
Στις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 του κανονισμού γίνεται επεξήγηση και ανάλυση των λόγων για τους οποίους προκρίθηκε η θέσπιση της εν λόγω ρυθμίσεως, αλλά και οι δυσκολίες που μπορούν να προκύψουν από την επιλογή της εν λόγω ρύθμισης. Αποτελούν δε οι εν λόγω σκέψεις ένα περιεκτικό οδηγό που παρέχει κριτήρια και κατευθύνσεις προκειμένου να τύχει εφαρμογής ο εν λόγω γενικός κανόνας.
Ειδικότερα στη σκέψη  (23)  ορίζεται ότι «Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση και η ύπαρξη ουσιαστικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εκάστοτε κληρονομικής διαδοχής και του κράτους μέλους όπου ασκείται η διεθνής δικαιοδοσίαο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου. Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού. 
Πέραν των ανωτέρω κριτηρίων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της έννοιας της συνήθους διαμονής, στην σκέψη (24) αναγνωρίζεται ότι η συγκριμένη έννοια μπορεί να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο να εξατομικευθεί περιγράφοντας περιπτώσεις και περιστάσεις που μπορούν να καταστήσουν περίπλοκη την εν λόγω επιλογή. Ειδικότερα στην συγκεκριμένη σκέψη αναφέρεται ότι «Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει ιδίως όταν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομούμενος, ανάλογα με τις περιστάσεις, διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής. Μπορεί να προκύψουν άλλες πολύπλοκες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν υπήκοος ενός από τα κράτη αυτά ή διατηρούσε όλα τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία σε ένα από αυτά τα κράτη, η ιθαγένεια ή ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων θα μπορεί να αποτελέσει ειδικό παράγοντα κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων».
β. Η εξαίρεση από το γενικό κανόνα και οι δυνατότητες επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου
Ωστόσο, στην επόμενη σκέψη του Κανονισμού, αναγνωρίζει ότι η επιλογή του τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος μπορεί in concreto και ενόψει συγκεκριμένων περιστατικών να μην αποτελεί την ασφαλέστερη επιλογή για την ρύθμιση των κληρονομικών ζητημάτων του αποβιώσαντος. Ειδικότερα στην σκέψη 25 ορίζεται ότι: «Όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου, η αρχή που έχει επιληφθεί της κληρονομικής διαδοχής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, — εφόσον, π.χ., ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί στο κράτος της συνήθους διαμονής αρκετά πρόσφατα πριν τον θάνατό του και αν από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης συνάγεται ότι είχε προδήλως στενότερο δεσμό με άλλο κράτος, — να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή δεν θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου αλλά μάλλον το δίκαιο του κράτους με το οποίο ο κληρονομούμενος είχε προδήλως στενότερο δεσμό. Αυτός ο προδήλως στενότερος δεσμός δεν θα πρέπει πάντως να χρησιμοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων σε περίπτωση που ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου αποδεικνύεται περίπλοκος»
Η ανωτέρω δε σκέψη οδήγησε στην ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 21, που προβλέπει ακριβώς τα ανωτέρω και συγκεκριμένα ορίζει ότι : «Αν, κατ’ εξαίρεση, προκύπτει σαφώς από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ότι, κατά το χρόνο του θανάτου, ο θανών είχε προδήλως στενότερους δεσμούς με κράτος άλλο από εκείνο του οποίου το δίκαιο θα εφαρμοζόταν δυνάμει της παραγράφου 1, το εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο είναι το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους».
Πέραν  της ανωτέρω γενικής εξαίρεσης ο νομοθέτης προέβλεψε και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος θα μπορεί να ρυθμίσει ο ίδιος το ζήτημα της επιλογής του δικαίου που θα εφαρμοστεί για να ρυθμιστούν τα ζητήματα της κληρονομιαίας περιουσίας του.
Ειδικότερα στο άρθρο 22 του Κανονισμού προβλέπεται ότι οι πολίτες μπορούν να επιλέξουν το δίκαιο της χώρας της οποίας έχουν την ιθαγένεια ως δίκαιο που θα πρέπει να εφαρμοστεί στην κληρονομική διαδοχή τους. Ωστόσο, η εν λόγω επιλογή θα πρέπει να γίνει ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βουλήσεως ή συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης. Το κύρος δε αυτής της διάταξης θα κριθεί επίσης από το δίκαιο που θα έχει επιλεγεί. Σημαντική δε είναι ως το εν λόγω ζήτημα και οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 83 του κανονισμού στις οποίες προβλέπεται ότι « Σε περίπτωση που ο θανών είχε επιλέξει, πριν από τις 17 Αυγούστου 2015, το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στην κληρονομική του διαδοχή, η επιλογή αυτή είναι έγκυρη εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ ή εφόσον ήταν έγκυρη κατ’ εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ίσχυαν κατά το χρόνο που έγινε η επιλογή στο κράτος στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του ή σε οιοδήποτε από τα κράτη των οποίων είχε την ιθαγένεια.
3.   Η διάταξη τελευταίας βούλησης που συντάχθηκε πριν από τη 17η Αυγούστου 2015 είναι παραδεκτή και έγκυρη ως προς την ουσία της και κατά τον τύπο εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ ή εφόσον ήταν παραδεκτή και έγκυρη όσον αφορά την ουσία και τον τύπο κατ’ εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ίσχυαν κατά το χρόνο που συντάχθηκε η διάταξη στο κράτος στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του ή σε οιοδήποτε από τα κράτη των οποίων είχε την ιθαγένεια ή στο κράτος μέλους της αρχής που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής.
4.   Εάν μια διάταξη τελευταίας βούλησης συντάχθηκε πριν από τη 17η Αυγούστου 2015, σύμφωνα με το δίκαιο το οποίο ο θανών θα μπορούσε να είχε επιλέξει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δίκαιο αυτό θεωρείται ότι επελέγη ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο».
Για τις λοιπές ρυθμίσεις του κανονισμού παρατίθεται το «Εγχειρίδιο Επεξήγησης του Κανονισμού 650/2012 σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή» που συνέταξαν και μετέφρασαν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών Συμβολαιογραφιών στο Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο [European Notarial Network] στο οποίο αναφέρονται και πρακτικά παραδείγματα. Παρατίθεται δε και το σύνολο του κανονισμού.
Εν κατακλείδι με την θέσπιση του εν λόγω κανονισμού, προκρίθηκε η εφαρμογή ενός δικαίου από μια και μόνο αρχή σε διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή, γεγονός που θα οδηγήσει στην αποφυγή εφαρμογής παράλληλων διαδικασιών, που είναι πιθανό να οδηγήσουν με την σειρά τους σε αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις. Επίσης, διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε όλη την Ένωση χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία.
Ωστόσο, ένα από τα πλέον καινοτόμα στοιχεία του κανονισμού είναι ότι καθιερώνει επίσης το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο. Τα περί ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου προβλέπονται στα άρθρα 62-73 του κανονισμού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4 και 5 του Κανονισμού.
Επί της ουσίας, το συγκεκριμένο έγγραφο εκδίδεται από την αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής μπορεί να χρησιμοποιείται από τους κληρονόμους, κληροδόχους, διαχειριστές της κληρονομίας και εκτελεστές διαθήκης, για να αποδεικνύουν την ιδιότητά τους και να ασκούν τα δικαιώματα ή τις εξουσίες τους σε άλλα κράτη μέλη. Το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο μόλις εκδοθεί, θα αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία.
Ειδικότερα το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο είναι:
1.   είναι ένα ενιαίο «έγγραφο», το οποίο έχει αποδεικτή ισχύ και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από κληρονόμους, κληροδόχους οι οποίοι έχουν άμεσα δικαιώματα στην κληρονομική διαδοχή, εκτελεστές διαθηκών και διαχειριστές της κληρονομικής διαδοχής για τη διευκόλυνση της απόδειξης της ιδιότητας, των δικαιωμάτων ή των αρμοδιοτήτων τους όχι μόνον στο κράτος που το εκδίδει, αλλά επίσης -και κυρίως- σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εκδίδεται το κληρονομητήριο,
2.     κυκλοφορεί ελεύθερα και δεν απαιτείται καμία διατύπωση για την αποδοχή του στο κράτος προορισμού,
3.      καλύπτεται από τεκμήριο ακρίβειας όσον αφορά το περιεχόμενό του,
4.      είναι ένα ομοιόμορφο έντυπο, το οποίο προκύπτει από το δίκαιο της ΕΕ,
5.      δεν έχει την εμφάνιση ούτε δημόσιου εγγράφου ούτε δικαστικής απόφασης,
6.    δεν είναι ένα έγγραφο το οποίο αντικατοπτρίζει την οριστική επίλυση μιας κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές συνέπειες,
7.      δεν είναι υποχρεωτικό έγγραφο,
8.   δεν αντικαθιστά ούτε τα εθνικά έγγραφα ούτε τις εθνικές διαδικασίες, παρότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης στο έδαφος του κράτους που το εξέδωσε,
9.      δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο. 
Στις 9 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό για τη σύνταξη των εντύπων που θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο του κανονισμού για την κληρονομική διαδοχή, μεταξύ των οποίων εμπεριέχεται και το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο.
Ο εν λόγω κανονισμός παρατίθεται και αυτός στο σύνολό του.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχουν στον κανονισμό. Ως εκ τούτου, οι διασυνοριακές διαδικασίες κληρονομικής διαδοχής τις οποίες χειρίζονται οι αρχές των εν λόγω τριών κρατών μελών θα εξακολουθούν να διέπονται από τους εθνικούς τους κανόνες.
Επισυναπτόμενα κείμενα – πηγές:

  1. Ο κανονισμός 650/2012:
  1. Ο εκτελεστικός Κανονισμός που θεσπίστηκε στις 09-12-2014:
  1. Εγχειρίδιο Επεξήγησης του Κανονισμού 650/2012 σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή
  1. Σύνδεσμος της Πύλης e-justice στην οποία παρέχονται επιπλέον πληροφορίες για τον κανονισμό και την εφαρμογή του

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ: ΠΟΤΕ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

1. Η Νομοθετική Πρόβλεψη

Η έκδοση βεβαίωσης μονίμου κατοικίας προβλέπεται νομοθετικά στο άρθρο 279 του Νόμου 3463/2006, ο οποίος είναι γνωστός ως Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων.

Ειδικότερα η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα: 

ιδιότητα του μονίμου κατοίκου, όπου αυτή απαιτείται, βεβαιώνεται από τον Δήμαρχό ή από τον Πρόεδρο της Κοινότητας. Η οικεία βεβαιώση χορηγείται εφόσον προκύπτει πραγματική εγκατάσταση στο Δήμο ή στην Κοινότητα, που αποδεικνύεται με την υποβολή από τον ενδιαφερόμενο απόδειξής λογαριασμού Δ.Ε.Κ.Ο. ή αντιγράφου του εκκαθαριστικού σημειώματος της οικείας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.). Εάν, αιτιολογημένως η ιδιότητα του μονίμου κατοίκου δεν μπορεί να αποδειχθεί από τα ανωτέρω δικαιολογητικά, αποδεικνύεται από τον ενδιαφερόμενο με κάθε άλλο πρόσφορό αποδεικτικό μέσο, Η υπεύθυνή δήλωση του ενδιαφερόμενου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο.
Σε κάθε περίσπτωση ο Δήμαρχος δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση της βεβαιώσης με παράθεση ειδικής αιτιολογίας" 
 

2. Τα απαιτούμενα δικαιολγητικά και πότε χορηγείται

Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με τα όσα ποροβλέπονται από την υπ΄αριθμόν ΔΙΑΔΠ/Ε/6984/3-4-2006 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ΦΕΚ 480/Β/18-4-2006), η οποία τροποποίησε τις προηγούμενες αποφάσεις ΔΙΑΔΠ/Α/13190/02 (ΦΕΚ 896/Β/16-7-2002) και ΔΙΑΔΠ/Α/16959/02 (1189/Β/12-9-2002), πορκύτει ότι :
Α) Τα δικαιολογητικά, τα οποία οφείλει να προσκομίσει ο δημότης στον οικείο Δήμο προκειμένου να του χορηγηθεί βεβαίωση μόνιμης κατοικίας είναι τα εξής:  
1) Αίτηση η οποία παρέχεται από την εκάστοτε υπηρεσία.
2) Αστυνομική ταυτότητα. 
3) Αντίγραφο του τελευταίου λογαριασμού ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λ.π.) στο όνομά του ή αντίγραφο εκκαθαριστικού της οικείας Δ.Ο.Υ.
4) Υπεύθυνη δήλωση του δημότη, η οποία του παρέχεται από την υπηρεσία, στην οποία βεβαιώνει τη μόνιμη κατοικία του.

Β) Σε περίπτωσή που η ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου δεν αποδεικνύεται αιτιολογημένα από τα παραπάνω δικαιολογητικά, τότε η ιδιότητα μπορεί να αποδειχθεί αυτή από τον ενδιαφερόμενο, με κάθε δυαντό πρόσφορο μέσο. Η εν λόγω έννοια αποτελεί αόριστη νομική έννοια, πράγμα που απλά σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια τι σημαίνει χρήση κάθε πρόσφορού μέσου. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εξετάζεται οτιδήποτε αποδεικνύει την κύρια και μόνιμη κατοικία του ενδιαφερομένου (π.χ. διατήρηση κατοικίας, εργασία, η επαγγελματική δραστηριότητα, η ίδια αντίληψη του Δημάρχου (ή του αρμόδιου αντιδημάρχου κλπ).

Ειδικά για το ζήτημα του προσδιορισμού του στοιχείου της απόδειξης της μόνιμης κατοικίας με κάθε πρόσφορο μέσο, είναι σκόπιμο να αναφερθούν τα παρακάτω:


1. Βεβαίωση της μόνιμης κατοικίας μέσω της εργασίας: 

Δυνάμει της υπ' αριθμ. 1865/2002 απόφασης του Συμβουλίου της επικρατείας κρίθηκε ως προς το εν λόγω ζήτημα ότι "κάθε πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάστασή του, ο τόπος δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων. Ειδικότερα, ως κύρια εγκατάσταση θεωρείται ο τόπος της οικογενειακής εγκατάστασης (εστίας), ο οποίος έχει το στοιχείο της σταθερότητας" καταλήγοντας ότι ο τόπος εργασίας επειδή ακριβώς προσιδιάζει στα ανωτέρω κριτίρια αποτελεί ουσιαστικό μέσο απόδειξής και του τόπου κατοικίας.

2. Χρήση της μεθόδου αυτοψίας για την απόδειξη του τόπου κατοικίας.

Στην περίπτωση αδυναμίας προσκόμισης από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων που να βεβαιώνουν την κατοικία του, η διενέργεια αυτοψίας αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο. Τη διενέργεια αυτοψίας από όργανα της Δημοτικής Αστυνομίας χρησιμοποιούν και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), προκειμένου να βεβαιώσουν τη μόνιμη κατοικία των αιτούντων σχετική βεβαίωση.

Η ανωτέρω διαδικασία δεν είναι μια απλή και ανώδυνη διαδικασία και φυσικά η χρήση των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης δυσχαιρένει το όλο ζήτημα. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι η εν λόγω διαδικασία είναι απρόσκοπτή και δεν εμφανίζει προβλήματα.

"Ωστόσο, τα ρητώς μνημονευόμενα στο νόμο δικαιολογητικά που πιστοποιούν τη μόνιμη εγκατάσταση (λογαριασμοί ΔΕΚΟ, εκκαθαριστικό σημείωμα ΔΟΥ) είναι μεν νόμιμα τεκμήρια μόνιμης κατοικίας, όχι όμως αμάχητα και αποκλειστικά. Μάλιστα, η απόδειξη μπορεί να γίνει και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο διασταύρωσης των στοιχείων που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος, ακόμη και με αυτοψία του βεβαιούντος. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση χορήγησης βεβαίωσης μόνιμης κατοικίας, πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφη αιτιολογία και μάλιστα ειδική, όπως ρητά απαιτεί ο νόμος (άρθρο 279 του Ν. 3463/2006). Αν ειδικοί λόγοι αμφιβολίας δεν υφίστανται, τότε ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας υποχρεούται να εκδώσει τη βεβαίωση".

Τα ανωτέρω παρατίθενται και προκύπτουν από σχετικό πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, που έκρινε το εν λόγω ζήτημα ακτόπιν καταγγελίας πολίτη για άρνηση χορήγησης της οικείας βεβαιώσης μόνιμης κατοικίας προκειμένου να προσληφθεί με σύμαβση ορισμένου χρόνου στον οικείο Δήμο. 

Αμέσως κατωτέρω παρατίθεται τα σχετικό link που οδηγεί στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη όπου έχουν αναρτηθεί τα σχετικά αρχεία αναφορίκα με τη συγκεκριμένη υπόθεση: http://www.synigoros.gr/?i=state-citizen-relations.el.merikis_prokiriski.19409
 
Γ) Ωστόσο, υπό το πρίσμα των ανωτέρω αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί μόνο η υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου για να αποδείξει και να πιστοποιήσει τη μόνιμη κατοικία του ενδιαφερόμενου. Κάτι τέτοιο απαγορεύεται άλλωστε ρητά από την ανωτέρω απόφαση και από το νόμο.Τέλος, ο δήμαρχος (ή ο αρμόδιος αντιδήμαρχος), μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση βεβαίωσης μόνιμης κατοικίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα παραθέσει ειδική, εμπεριστατωμένη και επαρκή αιτιολογία για τον λόγο ή τους λόγους της άρνησής του εγγράφως.

Δ) Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ως προς το εν λόγω ζήτημα είναι και η πρόσφατη απόφαση με αριθμό πρωτοκόλλου Φ131360/31913/14/09-01-2015 του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της ομώνυμης διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα, η οποία έκρινε ότι:
"α) η χορήγηση της βεβαίωσης μονίμου κατοικίας έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δημάρχου, ο οποίος οφείλει να διερευνήσει  το κατά πόσο υπάρχει η πραγματική εγκατάσταση στο Δήμο,

β) δεν υφίσταται η προϋπόθεση χρονικής διάρκειας για τη χορήγηση βεβαίωσης μόνιμης κατοικίας, ούτε ελάχιστο υποχρεωτικό χρονικό διάστημα κατοικίας σ’ ένα Δήμο για την έκδοση της ως άνω βεβαίωσης

γ) για την έκδοση της βεβαίωσης δεν απαιτείται - ως αναγκαία προϋπόθεση - η δημοτολογική εγγραφή στο Δήμο, δηλαδή οι κάτοικοι να είναι δημότες του  Δήμου
δ) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο η υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου και
ε) σε κάθε περίπτωση ο δήμαρχος μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της βεβαίωσης με παράθεση ειδικής αιτιολογίας.
Τονίζουμε ότι οι ανωτέρω διατάξεις  ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως  και η αρμοδιότητα του Δημάρχου εξαντλείται περιοριστικά και αναγκαστικώ δικαίω,  ούτως ώστε να χορηγείται η βεβαίωση μόνιμης κατοικίας σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες που είναι μόνιμοι κάτοικοι του Δήμου, χωρίς να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να βεβαιώνει τη μόνιμη κατοικία επιμεριστικά σε πολιτογραφημένους ή μη κατοίκους του Δήμου.
Περαιτέρω ο Δήμαρχος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των δημοτών του (άρθρο 58 ν.3852/2010/87Α΄), εκδίδει και το προβλεπόμενο από το άρθρο 27 του ν.3284/2004 (217Α΄) πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας βάσει του δημοτολογίου,  στο οποίο αναφέρεται η χρονολογία και η νομική κτήση της ιθαγένειας του εγγεγραμμένου.
Εν κατακλείδι ο Δήμαρχος εκδίδει κατά την  ανωτέρω διαδικασία τη βεβαίωση μόνιμης κατοικίας για όλους  τους κάτοικους του Δήμου του ανεξαρτήτως εάν είναι δημότες του και το πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας μόνον για τους δημότες του, έτσι από τα δύο αυτά πιστοποιητικά μπορεί να συναχθεί η ημερομηνία έλευσης στην Ελλάδα του πολιτογραφημένου αλλοδαπού".
 

Παρατίθεται η ανωτέρω απόφασή στο σύνολό της: https://drive.google.com/file/d/0B5XuuWwtWQPraHE1RmRfWG9EU2M/view?usp=sharing

Παρατίθεται υπόδειγμα αίτησης προς το Δήμο για χορήγηση της σχετικής Βεβαίωσης:
https://drive.google.com/file/d/0B5XuuWwtWQPramM0MHRkVlMzWjQ/view?usp=sharing